Σχετικά με την Όπερα… Ο Φάλσταφ του Λάνγκιρτζ

Σχετικά με την Όπερα… Ο Φάλσταφ του Λάνγκιρτζ

Είναι η τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου και βρισκόμαστε έξω από Εθνική Λυρική Σκηνή στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με τις σπουδάστριες και τους σπουδαστές των μουσικών σχολών μας περιμένοντας να δούμε την πολυαναμενόμενη παράσταση Φάλσταφ σε σκηνοθεσία του Στίβεν Λάνγκριτζ  , Διεύθυνση ορχήστρας ο αρχιμουσικός Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι , σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Σουγλίδη και φυσικά στον ομώνυμο ρόλο να κάνει το ντεμπούτο του ο Δημήτρης Πλατανιάς. Δεν σας κρύβω ότι η αναμονή ήταν μεγάλη και οι προσδοκίες υψηλές. Το έργο από μόνο του ανήκει στις αγαπημένες μου κωμικές όπερες και ο Σ.Λάνγκριτζ με είχε εντυπωσιάσει από την Κάρμεν στο Ηρώδειο  .

Η αυλαία ανοίγει αποκαλύπτοντας όχι ένα μεσαιωνικό καπηλειό όπως συνηθίζεται, αλλά ένα Μπαρ του 1930 και έναν Φάλσταφ ελαφρώς ατημέλητο αντί για το κουρελιασμένο, αστείο ιππότη που έχω συνηθίσει, κάνοντάς με από την πρώτη στιγμή να αναρωτιέμαι  που οδηγεί η συγκεκριμένη προσέγγιση και κατά πόσο έχει γίνει κάποιο ‘λάθος’. Το ενδιαφέρον μου κεντρίζεται περισσότερο όταν στη 2 σκηνή της 1ης  πράξης μεταφερόμαστε σε ένα γυμναστήριο αντί για κάποιο κήπο ή το σπίτι του κ.Φορντ.

Πριν το καταλάβω βρισκόμαστε στη 1η σκηνή της 2ης Πράξης και ο Φάλσταφ βγαίνει καλλωπισμένος για το ραντεβού του με μια εκκεντρική  ενδυμασία . Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σαν να βρήκα τη μεταβλητή που  έλειπε στην εξίσωση . Μπροστά μου έχω έναν Φάλσταφ παρά το γήρας , το υπερβολικό βάρος και τον κωμικό του ρόλο, να εμπνέει έναν αέρα αριστοκρατίας και κυριαρχίας στο χώρο. Μπορεί να μην έχει χρήματα , να είναι εκκεντρικός , τυχοδιώκτης και να σκαρφίζεται γελοία σχέδια αλλά γνωρίζει ποιος είναι και είναι περήφανος και ο Λάνγκριτζ επικεντρώνεται σε αυτό το χαρακτηριστικό και το εξωτερικεύει.

Όταν όλοι οι άλλοι χαρακτήρες περνάνε την ώρα τους στο γυμναστήριο για να διατηρηθούν σε φόρμα, ο ίδιος δεν δίνει σημασία. Το πάχος είναι μέρος τις γοητείας του . Μας το λέει ξεκάθαρα όταν αναρωτιέται τι θα ήταν αν έχανε την κοιλιά του. Ο συγκεκριμένος Φάλσταφ με κάνει να πιστεύω πως αν το ήθελε ο ίδιος, θα μπορούσε να ήταν σαν τους άλλους , να φοράει ρούχα ταιριαστά με τον υπόλοιπο κόσμο , να είναι λιγότερα κιλά , να μην περνάει όλη του τη μέρα στο μπαρ και ίσως να μην χρωστάει .

Ο Δ. Πλατανιάς με το ύφος του , τη κινησιολογία του και τις ενδυμασίες του δηλώνει ότι δεν απέχει πολύ από την καθημερινότητα και την ίδια στιγμή ότι δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά της , και όλα αυτά μόνο και μόνο επειδή εκείνος το έχει επιλέξει. Η κωμική του φιγούρα , είναι αναγκαία για τον κόσμο και το ξέρει . Το Ουίνσδορ θα ζούσε άλλη μια βαρετή μέρα χωρίς εκείνον και τα σχέδιά του.

Με όλες αυτές τις σκέψεις να γυρνάνε στο κεφάλι μου παρασυρμένες από την μουσική του Τζ. Βέρντι , δεν κατάλαβα ποτέ πως φτάσαμε στη τελευταία σκηνή. Έχοντας αφήσει πίσω μας  πλούσια σκηνικά με Μπαρ , γυμναστήρια  , αυλές κα , μεταφερθήκαμε σ’ ένα μινιμαλιστικό δάσος που το μόνο που έχει είναι μεγάλα και  στεγνά   δοκάρια για κορμούς. Για άλλη μια φορά ο σκηνοθέτης με έχει κάνει να αναρωτιέμαι . Ένιωσα περίεργα βλέποντας ξαφνικά μια τόσο άδεια σκηνή .  Τότε παρατήρησα τις σκιές . Με έναν μοναδικό τρόπο η μαγική και αιθέρια ατμόσφαιρα από το Όνειρο καλοκαιρινής Νύχτας , μεταφέρθηκε στη σκηνή τόσο ταιριαστά όσο και στη  μουσική και η ξαφνική απλότητα των σκηνικών σε συνδυασμό με τις τέλεια σκηνοθετημένες σκιές των ηθοποιών με τις μάσκες , διαχώρισε με μιας τη μοναδική σκηνή του έργου που αγγίζει τη σφαίρα του ονείρου.

 

Προφανώς και δεν υπήρχε περίπτωση να κλείσω το κείμενο χωρίς να αναφερθώ στο μουσικό κομμάτι του έργου.  Η ερμηνείες ήταν δυνατές και άρτιες με όλους τους ηθοποιούς να έχουν βρει το ρόλο τους και τη θέση τους στο έργο. Η  Μαριλένα Στριφτόμπολα ως Ναννέτα και ο Βασίλης Καβαγίας στο ρόλο του Φέντον , μας μετέφεραν στη σφαίρα του αγνού έρωτα με κάθε τους ντουέτο και με τους στίχους του Βοκάκιου να ηχούν στο μυαλό μας απλά και μόνο βλέποντας τους μαζί.

Ο Γιάννης Γιαννίσης και ο Γιάννης Καλύβας στους ρόλους του Πιστόλα και του Μπαρντόλφο μαζί με τον Νίκο Στεφάνου ως Δρ. Κάιους πλαισίωναν τόσο όμορφα οποιονδήποτε βρισκόταν στην ίδια σκηνή μαζί τους . Ήταν πάντα αυτό που χρειαζόταν η σκηνή χωρίς να είναι το επίκεντρό της.

Οι υπέροχες εύθυμες κυράδες του Ουίνσδορ ,  Τσέλια Κοστέα  ως Άλιτσε Φορντ, η Άννα Αγάθωνος ως κα. Κουίκλυ και η Χρυσάνθη Σπιτάδη στο ρόλο της κα. Πέιτζ  είχαν κάνει δικό τους το ρόλο διοχετεύοντας μέσα στη φωνή τους όλη τη σπιρτάδα και την ευστροφία που διέπουν τους χαρακτήρες τους.

Φυσικά για το τέλος κράτησα τον Δημήτρη Πλατανιά στο ρόλο του Φάλσταφ και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο στο ρόλο του κ. Φορντ οι οποίοι ήταν μαγευτικοί στα μέρη τους . Ο Δ. Πλατανιάς ως Φάλσταφ κυριάρχησε στη σκηνή με την άρια του L’onore κάνοντας σαφή τις σκέψεις του ήρωά του σε όλους  , είτε διάβαζες του υπότιτλους είτε όχι. Προσωπικά όμως το σημείο που χαράχτηκε στο μυαλό μου ήταν το Ντουέτο των δύο L’amor , το οποίο χωρίς να το καταλάβω ένιωσα πως ήταν κομμάτι του εαυτού μου και των σκέψεων μου.

Ο Φάλσταφ του Λάνκριτζ ήταν μια υπέροχη εμπειρία .  Η σκηνοθεσία έδεσε άρτια με τη μουσική και το λιμπρέτο , δίνοντας σε ένα κλασσικό έργο φρεσκάδα , αποκαλύπτοντας την ίδια στιγμή νέες πτυχές του . Απόλαυσα την παράσταση από την αρχή μέχρι το τέλος της και συνεχίζω να απολαμβάνω τους συνειρμούς που μου προκαλεί η θύμησή της ακόμα.

Α. Μικρόπουλος

Καθηγητής Αν. Θεωρητικών και Κλ. Κιθάρας